Κλείνει ένα μεγάλο κύκλο της φιλμογραφίας του.
Ο Γάλλος σκηνοθέτης μιλάει για το ψυχολογικό δράμα του με τους Μαριόν Κοτιγιάρ και Μελβίλ Πουπό, το οποίο κλείνει ένα μεγάλο κύκλο της φιλμογραφίας του.
Tι σας ώθησε να επιστρέψετε στις περιπέτειες της οικογένειας Βιγιάρ, τα μέλη της οποίας πρωταγωνιστούν σε πολλές από τις ταινίες σας;
Μετά το “Roubaix, Une Lumière”, διασκευή μιας τηλεταινίας, και το “Tromperie”, βασισμένο στην “Απάτη” του Φίλιπ Ροθ, ήθελα να ξαναγυρίσω σε αυθεντικό σεναριακό υλικό. Επίσης, οι περισσότερες ταινίες μου διερευνούν περίπλοκα, αντιφατικά συναισθήματα και ήθελα να προχωρήσω με κάτι πιο απλό.
Με απασχολούσαν το μίσος, η οργή και ο φόβος. Καθώς και το πως μπορείς να τα ξεφορτωθείς με κινηματογραφικό τρόπο, μέσα σε μια μυθοπλασία. Θυμήθηκα λοιπόν το “Μια Νύχτα Χριστουγέννων”. Όπου πριν 15 χρόνια είχα αφήσει στο τέλος την Αν Κονσινί μόνη της, θυμωμένη και μελαγχολική.
Ένιωσα πως δεν είχα ξεκαθαρίσει τη σχέση της με τον αδελφό της. Δεν είχα ολοκληρώσει αυτούς τους χαρακτήρες. Επανήλθα λοιπόν σε όλα αυτά τα εκκρεμή συναισθήματα για να τα ξεδιαλύνω με τον τρόπο του Τριφό. Βάζοντας δηλαδή μια ερώτηση τη φορά και απαντώντας καθαρά. Οπότε νιώθω πως εδώ κλείνει ένας κύκλος και η ιστορία της οικογένειας Βιγιάρ. Στο τέλος της ταινίας ο κάθε ήρωας έχει βρει το δρόμο του και την προσωπική ισορροπία του.
Μιλήσατε για μίσος, οργή και φόβο. Πιστεύετε ότι αυτά τα συναισθήματα έχουν καταλάβει το σύγχρονο κόσμο τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο;
Μου αρέσει που μου κάνετε αυτή την ερώτηση. Η οικογένεια είναι η μικρότερη κοινωνική ομάδα και η ταινία διαπραγματεύεται το μίσος στα στενά οικογενειακά πλαίσια, σχολιάζοντας την όλο και αυξανόμενη πίκρα και εχθρότητα ανάμεσα στις διαπροσωπικές, ταξικές ή εθνοτικές σχέσεις. Πως θα σταματήσουμε το ρατσισμό; Τον αντισημιτισμό;
Σ’ αυτό λοιπόν, προσπάθησα να απαντήσω και να δείξω πως πρέπει να κοιτάμε μπροστά και να συνεχίσουμε αφήνοντας πίσω μας το μίσος.
Θετική σκέψη η οποία μπορεί να υλοποιηθεί πειστικά στο σινεμά, μοιάζει όμως ακατόρθωτο να γίνει πραγματικότητα…
Πολύ σωστά, αλλά γι’ αυτό αγαπάμε το σινεμά. Και οι απαντήσεις τις οποίες δίνει η ταινία ξεκινούν από το προσωπικό επίπεδο. Από το πόσο εφικτό είναι να γίνει μια ψυχολογικά επώδυνη, αλλά τελικά απλή κίνηση όπως είναι αυτή που κάνουν τα δυο αδέλφια και συναντιούνται στο καφέ. Στην οθόνη δεν είναι τόσο περίπλοκο, γιατί δεν το κάνουμε λοιπόν και στη ζωή μας;
Πηγή: www.athinorama.gr