Sophie Cecelia Kalos -Μαρία Κάλλας: La divina, η θεϊκή.

Forever Woman

Έχουν γραφεί περισσότερα από 20 βιβλία για την ζωή και την καριέρα της

Υπάρχουν διάφοροι μύθοι γύρω από την κορυφαία υψίφωνο του 20ού αιώνα με την απίστευτη φωνητική τέχνη  και τις ιδιάζουσες υποκριτικές της ικανότητες. Το να διακρίνει κανείς την πραγματικότητα από τις αναρίθμητες φήμες, τα καλοπροαίρετα ή κακοπροαίρετα δημοσιεύματα, τις συνεντεύξεις  σκοπιμότητας  και το επιβαλλόμενο «δημόσιο πρόσωπο» είναι σχεδόν αδύνατο. Έχουν γραφεί περισσότερα από 20 βιβλία για την ζωή και την καριέρα της, συχνά αντικρουόμενα μεταξύ τους, ανάλογα με τις προθέσεις του συγγραφέα και την χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται.

Για να είναι το άρθρο όσο πιο αντικειμενικό γίνεται θα αναφερθώ ΜΟΝΟ σε μαρτυρίες δικών της προσώπων  και όσα αποκαλύπτει η ίδια μέσω επιστολών σε φίλους.

Οι γονείς της, ο Γεώργιος  Καλογερόπουλος από το Νεοχώρι Ιθώμης Μεσσηνίας και η Ευαγγελία Δημητριάδου γεννημένη στη Στυλίδα Φθιώτιδος αλλά με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, μετανάστευσαν στις ΗΠΑ το 1923 σε αναζήτηση καλύτερης ζωής. Η Μαρία γεννήθηκε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκηςτην ίδια χρονιά.Ο πατέρας της, εν τω μεταξύ, είχε  αλλάξει το οικογενειακό επίθετο σε Κάλος, αργότερα, όμως, το μετέτρεψε σε Κάλλας .Έτσι, στο πιστοποιητικό γεννήσεώς της αναγράφεται το όνομα Sophie Cecelia Kalos. Το πραγματικό της όνομα στα Ελληνικά ήταν Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου.

Είχε δύο μεγαλύτερα αδέλφια, την Υακίνθη που φώναζαν χαϊδευτικά Τζάκι και τον Βασίλη που πέθανε από μηνιγγίτιδα σε ηλικία μόλις δύο ετών. Η μητέρα της, όταν ήταν έγκυος στην Μαρία, ήλπιζε στην γέννηση ενός αγοριού που θα «αντικαθιστούσε» τον Βασίλη. Ήταν τόση η απογοήτευσή της όταν της έδωσαν την νεογέννητη ώστε έστρεψε το κεφάλι προς το παράθυρο και για τέσσερις μέρες αρνιόταν ακόμη και να την κοιτάξει. Ίσως οι κάκιστες σχέσεις με την μητέρα της άρχισαν από τις πρώτες ημέρες της ζωής της.

Λίγα χρόνια αργότεραο πατέρας της άνοιξε το δικό του φαρμακείο και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Μανχάταν. Το μουσικό ταλέντο της Μαρίας φάνηκε πολύ νωρίς. Η Ευαγγελία ,που εξαρχής είχε καλλιτεχνικά όνειρα για τον εαυτό της που δεν μπόρεσε ποτέ να πραγματοποιήσει, πίεζε την Μαρία να στραφεί προς την μουσική. Άρχισε να παίρνει τα πρώτα μαθήματα πιάνου-σολφέζ και σε ηλικία 11 ετών κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό παιδικών φωνών. Σε μαγνητοταινία του 1935 φαίνεται η 12χρονη Μαρία, με το ψευδώνυμο Νίνα Φορέστι να τραγουδάει την άρια «unbeldivedremo» από τη Μαντάμ Μπάτερφλάϊ.

Οι σχέσεις του ζευγαριού χειροτέρευαν συνεχώς

Μια εξωσυζυγική σχέση του Γεωργίου με μια φίλη της Ευαγγελίας «ξεχείλισε το ποτήρι». Το 1937 η μητέρα της πήρετην Μαρία και την Τζάκι  και επέστρεψαν στην Αθήνα.

Λέει η Μαρία: Το 1937 πήγα στην Αθήνα κι άρχισα αμέσως το Ωδείο. Σπουδές, δηλαδή, και σύντομα εμφάνιση στη σκηνή, ντεμπουτάρισα μόλις 14 ετών. Ας πούμε, λοιπόν, ότι μόρφωση δεν απέκτησα! Έτσι δυστυχώς είναι!

Κατηγορούσε την μητέρα της για πολλά ότι δεν την αποδέχτηκε ποτέ, ότι της στέρησε την ανεμελιά της παιδικής της ηλικίας, ότι την «χρησιμοποίησε» για τα χρήματα κ.α

«Η αδερφή μου ήταν λεπτή και όμορφη και φιλική και η μητέρα μου πάντοτε την προτιμούσε. Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο, παχουλή και άχαρη και καθόλου δημοφιλής. Είναι άκαρδο να κάνεις ένα παιδί να νιώθει άσχημο και ανεπιθύμητο […]. Δεν θα τη συγχωρήσω ποτέ που μου αφαίρεσε την παιδική μου ηλικία. Κατά τη διάρκεια όλων των χρόνων που θα έπρεπε να παίζω και να μεγαλώνω, εγώ τραγουδούσα ή έβγαζα λεφτά».

Δήλωσε επίσης: «θα πρέπει να υπάρξει ένας νόμος ενάντια στον καταναγκασμό των παιδιών να δίνουν παραστάσεις σε μικρή ηλικία. Τα παιδιά πρέπει να έχουν μια υπέροχη παιδική ηλικία. Δεν πρέπει να τους δίνονται υπερβολικά μεγάλες ευθύνες».

Η συγγραφέας Spence της οποίας το βιβλίο βασίζεται στην άγνωστη μέχρι τώρα αλληλογραφία της Κάλλας γράφει: «Αργότερα, η μητέρα της Κάλλας παραχώρησε συνεντεύξεις και πούλησε τις ιστορίες της στον Τύπο, προσπαθώντας να εκβιάσει την κόρη της: «Ξέρεις τι κάνουν οι καλλιτέχνες ταπεινής καταγωγής μόλις γίνουν πλούσιοι; Στην αρχή ξοδεύουν τα πρώτα τους χρήματα για να φτιάξουν ένα σπίτι για τους γονείς τους και τους κακομαθαίνουν με δώρα και πολυτέλειες… Τι έχεις να πεις, Μαρία;», της έγραφε.

Η Κάλλας δήλωσε: «Αν είχε σταθεί για μένα μια πραγματική μητέρα, θα την αγαπούσα».

Όλη της τη ζωή, η Μαρία πίστευε ότι η μητέρα της υπέφερε από αδιάγνωστη σχιζοφρένεια, ένα μυστικό το οποίο δεν μπορούσε να μοιραστεί. Υπήρχαν χαρακτηριστικά ψυχικής αστάθειας στην οικογένεια της: ένας από τους αδελφούς της είχε αυτοκτονήσει στα 21 του, και η αδελφή της είχε γίνει καλόγρια στα 12, πέθανε από καρκίνο πέντε χρόνια αργότερα,  και οι δύο ήταν θρησκόληπτοι και επιρρεπείς σε ακραίες συμπεριφορές.

Σε όλη τη διάρκεια των σπουδών της, πάντως,  δεν πλήρωσε  δίδακτρα, αφού έπαιρνε συνεχώς υποτροφίες. Οι υπόλοιπες σπουδάστριες, κόρες πλουσίων οικογενειών, με εξεζητημένους τρόπους και καλοντυμένες, δεν έγιναν ποτέ φίλες της. Η ίδια αισθανόταν πάντα υποδεέστερη και θεωρούσε τον εαυτό της άσχημο και ανεπιθύμητο. Το αποκορύφωμα  ήταν όταν  μια δασκάλα της απείλησε πως θα πάψει να την διδάσκει «αν δεν άλλαζε ρούχα». Μετά από σειρά εμφανίσεων ως μαθήτρια, η Κάλλας ανέλαβε κάποιους δευτερεύοντες ρόλους στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Το επίσημο επαγγελματικό ντεμπούτο της έγινε κατά τη σεζόν 1940 – 1941 της Ε. Λ. Σ, στον μικρό ρόλο της Βεατρίκης στην οπερέτα Βοκκάκιος του Φραντς φον Σουπέ. Ο πρώτος πρωταγωνιστικός της ρόλος ήταν ως Τόσκα στην ομώνυμη όπερα του Πουτσίνι.

Για την περίοδο της Γερμανικής κατοχής λέχθηκαν και γράφτηκαν πολλά, έως και ότι η μητέρα της υπήρξε πόρνη. Ας μείνουμε στα λόγια της κοντινής της φίλης, Τζουλιέττα Σιμιονάτο:

«Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής η μητέρα της τής πρότεινε τη συντροφιά ανδρών που βρίσκονταν σε καίριες θέσεις, ούτως ώστε να αποκομίσουν φαγητό ή χρήματα. Η Κάλλας δεν συγχώρησε ποτέ τη μητέρα της για τη μεταχείριση αυτή, που, κατά την ίδια, ήταν μιας μορφής μαστροπείας» εξαδέλφη της στο βιβλίο της επιβεβαιώνει τα λεγόμενα της Σιμιονάτο:

«Κατοχικοί στρατιώτες και αξιωματικοί που θαύμαζαν το τραγούδισμα της Μαρίας […] μας έφερναν φαγητό λαθραίως ή μοιράζονταν τις μερίδες τους με εμάς.Συνολικά η τύχη της Μαρίας κατά τη διάρκεια του πολέμου —και της αδερφής της και η δική μου επίσης— ήταν σημαντικά ευκολότερη από ό,τι των περισσοτέρων Αθηναίων, επειδή λάτρεις της μουσικής που βρίσκονταν ανάμεσα στους αξιωματικούς των δυνάμεων κατοχής υπερέβαλαν εαυτόν για να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους για εκείνη».

Το 1945 επέστρεψε στον πατέρα της στην Νέα Υόρκη Εκεί την περίμεναν νέες απογοητεύσεις. Δεν μπόρεσε να συνυπάρξει με την γυναίκα του και επί πλέον ανακάλυψε πως και ο πατέρας της προσπαθούσε με πλάγιους τρόπους να της αποσπάσει χρήματα. Γράφει η Spence:

«Της έγραψε ένα γράμμα, προσποιούμενος ότι πέθαινε σε ένα νοσοκομείο απόρων, στην προσπάθεια να της αποσπάσει χρήματα. Στην πραγματικότητα, είχε μια ελαφρά ασθένεια». Η ίδια σε ένα τηλεγράφημά της εκμυστηρεύεται σε φίλο της: «Με συγκλόνισε [το νέο] του γάμου του […] Είμαι φοβερά αηδιασμένη και δυστυχής».Σε άλλο γράμμα της εκφράζει την πίκρα της

«Επέλεξε άλλους. Ας τους κρατήσει. Εγώ βγαίνω από τη μέση για τα καλά […] Καθόλου δε θέλω να προσβάλλω τους Παπαγιάννη. Αλλά ως μητριά μου κ.λπ., δεν θέλω να έχω καμίαν απολύτως σχέση μαζί της. Είμαι πια πολλή μεγάλη για τέτοιου είδους σαχλαμάρες […] Ελπίζω να μην το αντιληφθούν οι εφημερίδες. Τότε θα καταραστώ και τη στιγμή ακόμα που είχα γονείς».

Ούτε η σχέση της με την αδελφή της ήταν καλύτερη. Μεταξύ άλλων γράφει η Υακίνθη -Τζάκι στο βιβλίο της για την Μαρία: «Έκανε σκηνή κάθε φορά που ήταν να μας δώσει το οτιδήποτε. Αντιμετώπιζε τη μητέρα μας σαν  να είναι τυχαία, άνευ σημασίας, ζητιάνα. Η Μαρία Κάλλας, όχι η Μαρία δεν με κάλεσε ποτέ στο σπίτι της, άρα δε θα ήθελε να έχω τίποτε από αυτά».

Συναντήθηκαν μετά από πολλά χρόνια και κατά την γνώμη της ,η Μαρία είχε αλλάξει πολύ παριστάνοντας και στην προσωπική της ζωή τις ηρωίδες των ρόλων της «Ήταν αδύνατον αυτή η γυναίκα να είναι η αδερφή μου! Αυτή η λεπτή φιγούρα, το όμορφο τριγωνικό πρόσωπο δεν μπορούσε να είναι η παχουλή Κάλλας, που μπούκωνε βιαστικά το στόμα, φεύγοντας για το σχολείο του Washinghton Heights. Τα μαλλιά της τώρα ήταν όμορφα, τα χέρια κομψά. Αυτό που αντίκριζα ήταν ο ρόλος της στην Traviatta, η Βιολέτα».

Το  1947, σε ηλικία 23 ετών, η Κάλλας γνώρισε τον Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, ένανπλούσιο και φιλόμουσο βιομήχανο τούβλων που είχε περισσότερα από  διπλά της χρόνια, ίσως για να αναπληρώσει συναισθηματικά την απουσία της πατρικής φιγούρας.

Σε δύο χρόνια παντρεύτηκαν. Ούτε η οικογένεια, ούτε οι φίλοι του την καλοδέχτηκαν οι φίλοι  έλεγαν: «Δεν βλέπεις ότι είναι σαν πατάτα, σαν σάκος; Δεν μπορείς να δεις πόσο άσχημη, πόσο άχαρη είναι;» Οι έντεκα αδελφοί τουτον προειδοποιούσαν ότι η Μαρία ήταν μια «χρυσοθήρας», και μόνο η μητέρα και η αδελφή του, την αποδέχτηκαν, θεωρώντας την «ντροπαλή και φοβισμένη». Η μέχρι τώρα εκδοχή ήταν πως ο Μενεγκίνι την στήριξε πολλαπλώς στην καριέρα της. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια των κορυφαίων ετών της σταδιοδρομίας της, παρουσιαζόταν ως Maria Meneghini Callas και όλα φαίνονταν καλά. Κατά τα γραφόμενα της εποχής ο Μενεγκίνι μαγεύτηκε από την Μαρία ,την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και αφιέρωσε την ζωή του στο να προωθήσει την καριέρα της.

Ο γάμος κράτησε 10 χρόνια

Μετά το διαζύγιο η Κάλλας σε γράμματά της ανατρέπει και αυτόν τον μύθο:

«Ο σύζυγός μου με απειλεί ακόμα και με ληστεύει. Μου παίρνει περισσότερα από τα μισά χρήματά μου καταθέτοντας τα πάντα στο όνομά του από τότε που παντρευτήκαμε… ήμουν ανόητη που τον εμπιστεύτηκα». Τον περιγράφει σαν<παράσιτο>που την απομυζάει, καταλήγοντας ότι «όλοι τον περνάνε για εκατομμυριούχοενώ δεν έχει δεκάρα δική του. Η δόξα τον έχει μεθύσει. Η δόξα έχει μεθύσει κι άλλους ανθρώπους. Όχι εμένα. Εμένα η δόξα με τρομοκρατεί».

Σχετικά με την πονεμένη ιστορία του γάμου της με τον Μενεγκίνι, η Κάλλας γράφει με ύφος απελπισμένο: «Η μοίρα με έφερε σ’ αυτήν τη σταδιοδρομία. Δεν μπόρεσα να ξεφύγω. Πιέστηκα να την ακολουθήσω, αρκετά συχνά, πρώτα από τη μητέρα μου, ύστερα από τον άντρα μου. Ευχαρίστως θα την είχα εγκαταλείψει. Αυτό πιθανόν θα καταπλήξει κόσμο, αλλά θα το έκανα!»

«Ο Θεός μού έχει δώσει δύο μεγάλους σταυρούς να κουβαλάω. Ο πρώτος είναι η μητέρα μου, η οποία, από παιδί ακόμη που ήμουν, δεν ήταν απολύτως στα καλά της, έχοντας και τότε επιχειρήσει κάτι ανάλογο με πραγματικό δηλητήριο, με αποτέλεσμα να μείνει τρεις μήνες στο νοσοκομείο Bellevue. Ο δεύτερος σταυρόςείναι ο«αγαπητός» σύζυγός μου, ο οποίος, αφού πρώτα σπατάλησε σχεδόν τα τρία τέταρτα των χρημάτων μου, με δυσφημεί συνεχώς».

Εκείνος από την πλευρά του δήλωσε:

«Κοιμήθηκα μαζί της από οίκτο και όχι από έρωτα». Πίστευε σε μια δημοφιλή εκείνη την εποχή παλιά ιταλική παροιμία:

«Η γυναίκα είναι σαν το αυγό. Όσο πιο πολύ τη χτυπάς, τόσο καλύτερη γίνεται».

Εκείνη την εποχή η Μαρία είχε μεγάλη μυωπία που την άφησε σχεδόν τυφλή και πολλά παραπανίσια κιλά. Λέει η ίδια:

«Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ασχοληθεί ποτέ η ίδια με την εμφάνισή μου. Η μητέρα μου διάλεγε τα ρούχα που φορούσα και δεν μου επέτρεπε να κοιταχτώ στον καθρέφτη περισσότερο από πέντε λεπτά. Έπρεπε να μελετώ και όχι ,να χάνω τον χρόνο μου με ανοησίες. Στην αυστηρότητά της οφείλω το γεγονός πως σήμερα, μόλις στα τριάντα τρία μου χρόνια, έχω πλατιά και βαθιά καλλιτεχνική πείρα. Από την άλλη ωστόσο, μου στέρησε τις χαρές της νιότης και τις αθώες, δροσερές, γλυκές, αναντικατάστατες απολαύσεις της. Ξέχασα να αναφέρω πως, για να αναπληρώσω το κενό, έπαιρνα βάρος. Με την πρόφαση πως έπρεπε να έχω ένα κάποιο εκτόπισμα για να τραγουδώ καλά, καταβρόχθιζα πρωί και βράδυ μακαρονάδες, σοκολάτες, κρουασάν και κρέμες.

Στις αρχές του 1954, η Μαρία επισκέφθηκε μια ελβετική κλινική, την οποία διηύθυνε ο δρ Πάουλ Νίχανς, πρωτοπόρος στη θεραπεία με ζωντανά κύτταρα. Ο δρΝίχανς της έκανε ενέσεις αποξηραμένου εκχυλίσματος ορμόνης για να διεγείρει το ενδοκρινικό της σύστημα, μειώνοντας έτσι το βάρος της σε 74 κιλά. Ανικανοποίητη από την πρόοδό της, ζήτησε άλλη θεραπεία, η οποία συνίστατο σε έγχυση ιωδίνης στον θυρεοειδή αδένα. Υπήρξαν επίσης φήμες που υποστήριζαν ότι επισκέφθηκε και άλλον έναν Ελβετό γιατρό για επιπλέον ενέσεις, και η υπερβολική δόση ιωδίνης τής προκάλεσε υπερδιέγερση του θυρεοειδούς. Παρά το ρίσκο για την υγεία της, τα αποτελέσματα της άρεσαν: ζύγιζε πλέον 64 κιλά και οι διαστάσεις της είχαν ελαττωθεί από 115-89-120 εκατοστά σε 94-71-94.

      Παρότι η Μαρία ήταν ευχαριστημένη με την καινούργια της σιλουέτα, άρχισε να κάνει κι άλλες αλλαγές στην εμφάνισή της. Υπάρχουν στοιχεία ότι κατέφυγε σε πλαστική εγχείρηση για σύσφιξη των μπράτσων της. Η ανόρθωση των μπράτσων  είχε αρχίσει ως πρακτική κατά τη δεκαετία του ’20 και στη δεκαετία το ’50 έγινε πολύ δημοφιλής, επειδή ήταν της μόδας οι έξωμες βραδινές τουαλέτες. Η διαδικασία ήταν απλή και εξελιγμένη, με μια τομή που γινόταν στη μασχάλη. Η Μαρία έκανε επίσης βλεφαροπλαστική, και  έβαλε θήκες στα μπροστινά της δόντια για να κλείσει το κενό ανάμεσά τους. Ωστόσο δεν της άρεσαν οι γάμπες της, που τις ένιωθε δυσανάλογες με το αδυνατισμένο σώμα της, και συμβουλεύτηκε διάφορους πλαστικούς χειρουργούς, οι οποίοι αρνήθηκαν να την υποβάλουν σε επέμβαση εξαιτίας του προβλήματος κατακράτησης υγρών που είχε.

Το 1957, σε ένα πάρτι που είχε διοργανώσει η ίδια, η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ την γνώρισε στον Αριστοτέλη Ωνάση. Το 1959, μετά από δέκα χρόνια γάμου, η Κάλλας άφησε τον Μενεγκίνι. Σύμφωνα με τον σχετικό ελληνικό νόμο της εποχής, όποιος γάμος Έλληνα ή Ελληνίδας δεν είχε τελεστεί σε Ορθόδοξη εκκλησία κρινόταν άκυρος. Συνεπώς, καθώς η Κάλλας είχε παντρευτεί σε Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, το 1966 απεκδύθηκε την Αμερικανική υπηκοότητά της διατηρώντας μόνο την ελληνική, ούτως ώστε να διαλύσει και νομικώς τον γάμο της. Η ερωτευμένη Μαρία φιλοδοξούσε να παντρευτεί τον Ωνάση ή, έστω, να συμβιώσουν κατά αποκλειστικότητα, η σχέση τους,όμως, έληξε δύο χρόνια αργότερα το  όταν εκείνος την άφησε εξαπίνης για να παντρευτεί  την Τζάκι Κέννεντυ, χήρα του δολοφονηθέντος Αμερικανού Προέδρου Τζον Φ. Κέννεντυ.

Το σοκ για την Μαρία ήταν πολύ μεγάλο. Λένε πως δεν συνήλθε από αυτό ποτέ. Ωστόσο, βάσει δημοσιογραφικών πηγών της εποχής, οι δυο τους συνέχισαν να συναντιούνται στο Παρίσι διατηρώντας σχέση.

Από το πρόσφατο βιβλίο της Lyndsy Spence και αυτός ο μύθος ανατρέπεται:η Κάλλας πέρασε τρομακτικές δοκιμασίες, ειδικά το 1966, όταν η σωματική του βία που ασκούσε ο Ωνάσης πάνω της, απειλούσε ακόμα και τη ζωή της. Υπάρχουν επίσης  πληροφορίες που προκύπτουν από το ημερολόγιο ενός από τους στενούς φίλους της, όπου περιγράφεται λεπτομερώς πώς ο Ωνάσης την οδήγησε στο να κάνει χρήση ναρκωτικών, κυρίως για σεξουαλικούς λόγους: «τη νάρκωνε, κυρίως για σεξουαλικούς σκοπούς, κάτι που σήμερα θα χαρακτηρίζονταν ως βιασμός». Εν αγνοία της, ο Ωνάσης καυχιόταν για τις ερωτοτροπίες στην γκαρσονιέρα του  και στο πίσω κάθισμα της Rolls-Royce.

Ο ίδιος λέει: «Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλες οι κυρίες το κάνουν για τα λεφτά».

Το σπουδαιότερο ήταν ότι την έβλεπε ως μεσολαβήτρια ανάμεσα στον ίδιο και στην πριγκιπική οικογένεια του Μονακό,εκμεταλλευόμενός την φιλία της Μαρίας με την πριγκίπισσα Γκρέις. Οι φίλοι της είχαν την αίσθηση ότι ο Ωνάσης την εκμεταλλευόταν, επειδή στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας, ειδικά στο Παρίσι και στο Λονδίνο, η παρουσία της προσέδιδε κύρος στον «ηλικιωμένο Έλληνα απατεώνα».

Η προσωπική της ζωή δεν ήταν ευχάριστη ,αλλά η καριέρα της  απογειωνόταν και η φήμη της ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο .Έπαιξε συνολικά 46 διαφορετικούς  ρόλους, μεταξύ των οποίων 90 φορές Νόρμα και 11 φορές την Τόσκα. Εμφανίστηκε σε περισσότερα από 25 θέατρα, στην Ρώμη, την Φλωρεντία ,την Βερόνα, το Σικάγο, το Παρίσι, το Μεξικό, στο Μπουένος Άιρες, το Ντάλας, το Λονδίνο κ.α, και 11 σεζόν στην σκάλα του Μιλάνο. Στην Ελλάδα τραγούδησε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού το 1957. Ζήτησε  αμοιβή  9.000 δολάρια —περίπου 270.000 δρχ—, γεγονός που εξόργισε την τότε αντιπολίτευση που ισχυρίστηκε πως αυτό ήταν «υπέρμετρη σπατάλη ενός ήδη οικονομικά επιβαρυμένου κράτους».

Από το 1958 άρχισε η καθοδική της πορεία. Η φωνή της αλλάζει. Δεν μπορεί πια να τραγουδήσει στις περίφημες υψηλές της νότες. Μερικές φορές η φωνή της την προδίδει και αναγκάζεται να διακόψει τις παραστάσεις. Η  εξάντληση της προκαλεί λιποθυμίες επί σκηνής.

Στην Επίδαυρο ως Νόρμα το 1960 συμφώνησε να παραχωρήσει την αμοιβή της για την ίδρυση του θεσμού των Υποτροφιών Μαρία Κάλλας, με στόχο την ανάδειξη και υποστήριξη ανερχόμενων ταλαντούχων καλλιτεχνών. Η τελευταία εμφάνιση της Κάλλας στην Ελλάδα ήταν το 1964 στο Φεστιβάλ Φολκλόρ στη Λευκάδα

Μετά το 1965, η Κάλλας δεν ξανατραγούδησε δημοσίως για οκτώ χρόνια.

Το 1973 από με τον φίλο της τενόρο Τζουζέπε Ντι Στέφανο ξεκίνησαν μια παγκόσμια «αποχαιρετιστήρια περιοδεία». Δέχτηκε να  συνοδέψει τον Ντι Στέφανο παρόλη την μακρόχρονη αποχή της από το τραγούδι, όταν ενημερώθηκε ότι ο τενόρος είχε ανάγκη τα χρήματα για νακαλύψειτα έξοδα θεραπείας του καρκίνου της κόρη του.Την επόμενη διετία  η Κάλλας και Ντι Στέφανο τραγούδησαν σε δεκάδες πόλεις, μεταξύ των οποίων μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Άπω Ανατολής. Σε εκείνο το σημείο, έχοντας μείνει για χρόνια χωρίς καθημερινή εξάσκηση και πάσχοντας από πιθανολογούμενα προβλήματα υγείας, η φωνή της Κάλλας είχε υποβαθμιστεί σημαντικά. Η τελευταία δημόσια καλλιτεχνική εμφάνιση της έγινε στην Ιαπωνία το 1974.

Το 1975 ο Ωνάσης πέθανε σε Γαλλικό νοσοκομείο από αναπνευστική ανεπάρκεια. Στα τελευταία του ζήτησε να δει την Κάλλας. Λέει η Μαρία:

«Είχε εκείνος ζητήσει να πάω να τον δω, αλλά οι γιατροί με είχαν παρακαλέσει να μη μείνω πολύ. Κάνοντας μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να μου πει: «Σε αγάπησα. Όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο, αλλά όσο καλύτερα και όσο περισσότερο μπορούσα. Προσπάθησα». Αυτός ήταν ο Αρίστος»

        Από τότε ,η Κάλλας συντετριμμένη από τον θάνατό του και την δολοφονία του φίλου της Πιερ Πάολο Παζολίνι, άρχισε να ζει απομονωμένη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι με μόνη συντροφιά την πιστή οικονόμο της, Μπρούνα, και τον μπάτλερ της, Φερούτσιο. Ανακύκλωνε στο μυαλό της την τραυματική ζωή της  και ένα ακόμη μεγάλο της  καημό, το ότι δεν απέκτησε ποτέ παιδί .Η εμμηνόπαυση  της είχε εμφανιστεί πριν από την ηλικία των 30.  Ό  Μενεγκίνι δήλωσε ότι από τα 34 της χρόνια η Κάλλας αντιμετώπιζε προβλήματα υπογονιμότητας. Παρόλα αυτά φήμες που δεν επιβεβαιώθηκαν ούτε διαψεύστηκαν, λένε πως το 1960 γέννησε ένα θνησιγενές βρέφος ,ενώ το 1966 μία νέα εγκυμοσύνη έληξε άδοξα.

Forever Woman

Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Ωνάση, η Μαρία Κάλλας πέθανε από καρδιακή προσβολή στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, σε ηλικία 53 ετών.Η φήμη και τα πλούτη που απέκτησε δεν κατάφεραν να νικήσουν τη μοναξιά της, την απομόνωση τις τελευταίες μέρες της ζωής της που τις πέρασε ακούγοντας τις παλιές ηχογραφήσεις της, εθισμένη στα φάρμακα. Φήμες μιλούσαν για χρήση υψηλών δόσεων βαρβιτουρικών.

Έρευνες  Ιταλών φωνιάτρων κατέληξαν πως έπασχε από  δερματομυοσίτιδα , μια ασθένεια που επηρεάζει τους μυς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του λάρυγγα. Ή θεραπεία βασίζεται  σε κορτιζονούχα και ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, τα οποία είναι πιθανό να προκαλέσουν με την πάροδο του χρόνου καρδιακή ανεπάρκεια. Η Spence γράφει: «Μίλησα με τον νευρολόγο που την είχε φροντίσει πριν από τον θάνατό της. Η Κάλλας υπέφερε από μία νευρομυϊκή ασθένεια, τα συμπτώματα της οποίας άρχισαν στη δεκαετία του ’50, αλλά οι γιατροί τότε πίστευαν πως είναι τρελή. Εξηγεί επίσης την απώλεια της φωνής της, η οποία στάθηκε τροχοπέδη στη σταδιοδρομία της».

Η κηδεία της έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου 1977 στον Ελληνορθόδοξο Καθεδρικό Ναό του Αγίου Στεφάνου στο Παρίσι ,παρουσία της αδερφής της, Τζάκι, της Γκρέις Κέλι, της Καρολίνας του Μονακό και άλλων προσωπικοτήτων. Η επιθυμία της ήταν να αποτεφρωθεί και οι στάχτες της να σκορπιστούν στο Αιγαίο Πέλαγος. Ωστόσο, δεν υπήρξε κάποια καταγραφή της επιθυμίας αυτής, συνεπώς είναι αμφισβητήσιμη .Μάλιστα, κοντινά της πρόσωπα δήλωσαν πως η αποτέφρωση ήταν αντίθετη στις θρησκευτικές και ηθικές της πεποιθήσεις. Πάντως, η σορός της αποτεφρώθηκε. Δύο χρόνια μετά,  ο τότε Υπουργός Πολιτισμού Δημήτρης Νιάνιας σκόρπισε την τέφρα της από πυραυλάκατο που έπλεε στον Σαρωνικό κόλπο.

Η περιουσία που άφησε πίσω της ανέρχονταν σε περισσότερα από 12 εκατομμύρια δολάρια. Διαθήκη δεν βρέθηκε. Τα προσωπικά της αντικείμενα πουλήθηκαν σε πλειστηριασμό και  όλη η  περιουσία της διεκδικήθηκε δικαστικά από τον Μενεγκίνι, τη μητέρα και την αδερφή της. Μετά από νομική συμφωνία, η περιουσία διαμοιράστηκε μεταξύ τους.

30 χρόνια μετά  τον θάνατό της, το έτος 2007 ανακηρύχθηκε από την τότε κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας ως Έτος Μαρίας Κάλλας. Στο πλαίσιο αυτό, διοργανώθηκε σχετική αφιερωματική έκθεση από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, ενώ κόπηκε και συλλεκτικό νόμισμα αξίας 10€, με τη μορφή της Κάλλας στη μία όψη και το εθνόσημο της Ελλάδας στην άλλη. Επιπλέον, η μνήμη της τιμήθηκε  με πολλές ονοματοδοσίες. Η οδός όπου διέμενε  στο Παρίσι φέρει το όνομά της (Allée Maria-Callas).Όμοια ένας πεζόδρομος στο κέντρο του Μιλάνου (Largo Maria Callas) . Η 39ηγέφυρα της Βενετίας μετονομάστηκε σε Ponte Maria Callas .Επίσης ένας κρατήρας του πλανήτη Αφροδίτη, και  ο αστεροειδής 29834 της ονομάστηκαν Maria Callas προςτιμήν της.

Η πιο διάσημη και δυστυχής Divaτου 20ου αιώνα σε γράμμα της στον Πιερ Πάολο Παζολίνι λέει:

«Συνειδητοποίησα πως μόνο στον εαυτό μας  μπορούμε να βασιζόμαστε. Ναι, αλίμονο.  Μη με περιγελάσεις. Είναι θλιβερό ακόμα και για μένα που το λέω. Δεν μπορείς να βασίζεσαι στους άλλους για πολύ. Είναι νόμος της φύση.»

«Μια μέρα θα γράψω την αυτοβιογραφία μου. Θα ήθελα να τη γράψω εγώ η ίδια, ώστε να φωτίσω καλύτερα τα γεγονότα. Έχουν ειπωθεί τόσο πολλά ψέματα για μένα»

Η πορεία της Κάλλας είναι η επιβεβαίωση της παροιμίας «τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία». Η έλλειψη της αγάπηςδεν αναπληρώνεται ούτε με χρήματα, ούτε με διεθνή αναγνωρισιμότητα, ούτε με αιώνια δόξα. Το συναισθηματικό κενό είναι μοιραίο να ακολουθεί από την πρώτη έως την τελευταία ώρα της ζωής.

Φιλαρέτη Καλομενίδου, Εκπαιδευτικός