Κάθε χρόνο, χιλιάδες νέες ταινίες κυκλοφορούν διεκδικώντας το ενδιαφέρον του κοινού, αλλά ένας κινηματογράφος στην Ινδία παίζει το ίδιο ακριβώς φιλμ εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες. Κάθε πρωί, ντόπιοι σχηματίζουν ουρά στο σινεμά Maratha Mandir στη Μουμπάι, για μία ταινία που είχε κάνει πρεμιέρα πριν 27 ολόκληρα χρόνια, το 1995.
Το φιλμ έχει αφήσει τόσο έντονα το αποτύπωμά του στην τοπική κουλτούρα, που προβάλλεται κάθε μέρα στην αίθουσα των 1.100 θέσεων. Μοναδικό «διάλειμμα» στο πρόγραμμα ήταν η περίοδος έξαρσης της πανδημίας, που έβαλε υποχρεωτικό «λουκέτο» στα σινεμά.
Η ταινία, “Dilwale Dulhania Le Jayenge” (D.D.L.J) που μεταφράζεται ως “Ο μεγαλόκαρδος θα πάρει τη νύφη” – είναι μια τυπική ιστορία αγάπης μεταξύ ενός ζευγαριού, με φόντο μια ιστορική συγκυρία τεράστιων αλλαγών στην Ινδία. «Από πολλές απόψεις, η σημερινή Ινδία μοιάζει με εκείνη που αντικατοπτρίζεται στην ταινία», σχολιάζουν οι New York Times.
«Η οικονομία της χώρας εξακολουθεί να βρίσκεται σε ανοδική πορεία και είναι σήμερα περίπου 10πλάσια από ό,τι ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Μια τεχνολογική επανάσταση, αυτή τη φορά ψηφιακή, έχει ανοίξει νέους ορίζοντες. Οι γυναίκες αναζητούν περισσότερη ελευθερία σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Οι δυνάμεις του μοντερνισμού και του συντηρητισμού παραμένουν σε ένταση, καθώς μια ανερχόμενη δεξιά πτέρυγα στην πολιτική αυτοανακηρύσσεται φορέας επιβολής των συμβατικών αξιών. Η αίσθηση των απεριόριστων δυνατοτήτων, ωστόσο, έχει υποχωρήσει» καθώς οι οικονομικές ανισότητες έγιναν ακόμα μεγαλύτερες, και οι προσδοκίες για κινητικότητα μειώθηκαν.
«Για όσους έμειναν πίσω, ο κόσμος του φιλμ “D.D.L.J.” – η ιστορία και οι πρωταγωνιστές του, η μουσική και οι διάλογοί του – είναι μια διέξοδος. Για εκείνους που εξακολουθούν να παλεύουν, αποτελεί έμπνευση. Και για όσους τα κατάφεραν, είναι μια χρονοκάψουλα, η αφετηρία της μεταμόρφωσης της Ινδίας.»
«Τόσοι πολλοί άνθρωποι μου λένε «βάλαμε τα παιδιά μας να δουν το “D.D.L.J.”, τα εγγόνια μας», λέει η 48χρονη ηθοποιός Kajol που είχε παίξει τον πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο, ενσαρκώνοντας την Simran. Ξεσπά σε γέλια: «με τα παιδιά δεν εχώ πρόβλημα, αλλά τα εγγονιά;»
Όταν η πανδημία οδήγησε στο κλείσιμο των κινηματογράφων για έναν χρόνο, πολλοί υπέθεσαν ότι η ακάθεκτη πορεία – ρεκόρ του “D.D.L.J.” θα τερματιζόταν. Αλλά η ταινία προβλήθηκε ξανά αμέσως μετά το άνοιγμα των αιθουσών και συνεχίζει να προβάλλεται, στις 11:30 π.μ. στο Maratha Mandir, προσελκύοντας συχνά περισσότερους θεατές από τις απογευματινές προβολές των νέων ταινιών.
Ορισμένοι από τους θεατές έχουν δει την ταινία εδώ τόσες πολλές φορές που έχουν χάσει το μέτρημα – 50, 100, εκατοντάδες. Όταν η ταινία κυκλοφόρησε το 1995, η Kajol ήταν νέα ηθοποιός και εξελίχθηκε σε μία από τις πιο επιτυχημένες.
Τότε, μόλις 50 εκατομμύρια νοικοκυριά στην Ινδία είχαν τηλεόραση. Τώρα εκτιμάται πως τηλεόραση έχει μπει σε περισσότερα από 200 εκατομμύρια σπίτια στη χώρα. Πολλαπλάσιοι άνθρωποι μπορούν να πληρώσουν ένα εισιτήριο για τον κινηματογράφο και η Ινδία, που έγινε πρόσφατα η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, αναμένεται να έχει ένα δισεκατομμύριο χρήστες smartphone μέχρι το 2026. Οι ηθοποιοί που κάποτε έπαιζαν σε διαφορετικές ταινίες με τα ίδια ρούχα, πλέον αποκτούν τεράστιες περιουσίες.
Στον κινηματογράφο Maratha Mandir, η λογική πίσω από την σταθερή προβολή αυτής της παλιάς ταινίας είναι καθαρά οικονομική: Το κοινό για το “D.D.L.J.” είναι σταθερό. «Αυτή η ταινία είναι αειθαλής επειδή αφηγείται την ιστορία της αληθινής αγάπης. Επειδή η αγάπη δεν τελειώνει», λέει ο Manoj Desai, ο 72χρονος εκτελεστικός διευθυντής του κινηματογράφου.
Η τοποθεσία του κινηματογράφου κοντά σε δύο συγκοινωνιακούς κόμβους εξασφαλίζει συνεχή κίνηση. Και βοηθά το γεγονός ότι τα εισιτήρια είναι φθηνά: 30 ρουπίες για τις θέσεις στον κάτω όροφο και 40 για εκείνες στον εξώστη, το ένα τέταρτο της τιμής εισιτηρίου για τις νέες κυκλοφορίες.