Αφορμή για αυτό το άρθρο ήταν οι στοίχοι τραγουδιού του αγαπημένου Αλκίνοου Ιωαννίδη
«Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν οι λέξεις , Πώς να σου πω το <σ’ αγαπώ>να το πιστέψεις.»
Όλοι κάποια φορά ή και πολλές φορές στη ζωή μας είπαμε ψέματα. Ας ψάξουμε λίγο το <γιατί>.
Τα νήπια έως τα 2-3 χρόνια τους δεν έχουν κάνει ακόμα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία. Μπορεί να θεωρήσουν αληθινό κάτι που άκουσαν ,κάτι που είδαν π.χ σε ένα κινούμενο σκίτσο. <Σήμερα στον ουρανό είδα ένα προβατάκι>. Μερικές φορές ισχυρίζονται ότι έκαναν ή δεν έκαναν κάτι γιατί μετρούν περισσότερο την πρόθεση ή την επιθυμία τους από την πράξη. <Δεν έσπασα το πιάτο>ή < πρόσεχα μην λερωθώ>.
Από τα 4 χρόνια τους αρχίζουν να έχουν επίγνωση των ψεμάτων τους. Τα λένε για δύο κυρίως λόγους .Ο πρώτος είναι για να διατηρήσουν την καλή σχέση με τον γονιό που μπορεί να δυσαρεστηθεί ή να θυμώσει <μάζεψα τα παιχνίδια μου αλλά τα σκόρπισε ο …αέρας> Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αρχίζουν να πειραματίζονται ,προσπαθώντας να ανακαλύψουν τα όρια ανοχής των γονιών τους ή τις συνέπειες που ενδέχεται να έχουν τα ψέματά τους. Πώς θα αντιδράσουν όταν καταλάβουν ότι <η Μαρία μου τράβηξε τα μαλλιά> δεν είναι αλήθεια;
Μελέτη του Πανεπιστημίου του Τορόντο
Μελέτη του Πανεπιστημίου του Τορόντο στον Καναδά ισχυρίζεται πως στην ηλικία των δύο ετών το 20% των νήπιων λέει ψέματα. Ποσοστό που φτάνει στο 90% στην ηλικία των τεσσάρων ετών. Η ικανότητα ενός παιδιού να λέει ψέματα σε νηπιακή ηλικία είναι σημάδι ότι ο εγκέφαλός του αναπτύσσεται με γοργότερους ρυθμούς από ότι των συνομήλικων. Έχει αυξημένη φαντασία και ευφυία. Θα σταθεί εύκολα και γρήγορα στα πόδια του και κατά πάσα πιθανότητα θα έχει μία επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία.
<Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο μέχρι στιγμής που να συνδέει τα ψέματα αυτά με τυχόν παραβατική συμπεριφορά του παιδιού στο μέλλον>, είπε ο διευθυντής του Ινστιτούτου Έρευνας για το Παιδί του Πανεπιστημίου του Τορόντο, Κανγκ Λι.
(Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να επέμβουμε ως γονείς. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα, πέρα από τους σκοπούς του παρόντος κειμένου. )
Μετά τα 6 του χρόνια ένα παιδί λέει ψέματα συνειδητά γιατί θέλει να πετύχει κάποιον σκοπό: Να κερδίσει την εύνοια των γονιών ή μία ανταμοιβή ,<έγραψα την ορθογραφία μου >άρα θα φάω παγωτό ,ή να αποφύγει μια τιμωρία ,<δεν χτύπησα τον Γιωργάκη >άρα δεν θα με αποκλείσουν από την βόλτα στον ζωολογικό κήπο.
Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά τόσο πιο σύνθετα γίνονται τα ψέματά τους
Ως τα 12 τους χρόνια που έχουν γίνει <ειδικοί> στο να λένε ότι απαιτείται ,αλήθεια ή όχι ,για να πετύχουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος και να εξασφαλίσουν τις μικρότερες αρνητικές συνέπειες.
Αν στην οικογένεια προστεθεί νέο μέλος, (ένα μωρό ή ένας ηλικιωμένος) που απαιτεί μεγαλύτερη ενασχόληση μαζί του, αν υπάρχει κάποια δυσάρεστη κατάσταση (μια ασθένεια) που απαιτεί την απουσία των γονιών ή μονοπωλεί το ενδιαφέρον τους(μια νέα απαιτητική εργασία),ενδέχεται τα ψέματα να είναι ένα σήμα κινδύνου :<αισθάνομαι παραμελημένο. Δώστε μου προσοχή>
Η εφηβεία είναι μια ούτως ή άλλως ιδιαίτερη φάση στη ζωή των παιδιών.
Μερικά πράγματα απολύτως υπαρκτά για αυτά, αποκτούν μια δυσανάλογη αξία : Να είναι αρεστά στο άλλο φύλο ,να είναι αποδεκτά σε μια ομάδα-παρέα, να δείξουν στους συνομήλικους πόσο <ανεξάρτητα>είναι από την γονική εξουσία ,να φαίνονται τολμηρά ,ατρόμητα έως παράτολμα ,να δείχνουν μεγαλύτερα και <εμπειρότερα>από ότι είναι στην πραγματικότητα.
Για να πετύχουν τα παραπάνω ,συχνά καταλήγουν να λένε ψέματα ,συνειδητά ή όχι, στους γονείς ,τους φίλους ,στον ίδιο τους τον εαυτό, έως ότου τα πιστεύουν πραγματικά και αυτά τα ίδια και εξανίστανται όταν κάποιός υπαινιχθεί το αντίθετο.
Πολλές φορές μπλέκουν σε καταστάσεις που δεν μπορούν να διαχειριστούν και νομίζουν ότι με τα ψέματα θα απεμπλακούν.
Αν τα παιδιά <δικαιολογούνται>με κάποιο τρόπο να λένε ψέματα ,μια και είναι <ενήλικες υπό διαμόρφωση>,ψάχνονται ,μπερδεύονται ,αγωνιούν .αγχώνονται ,μαθαίνουν σιγά σιγά τους κανόνες και δυσκολεύονται στην προσαρμογή, εμείς οι μεγάλοι και ώριμοι ,γιατί εξακολουθούμε να λέμε ψέματα;
Τίποτα δεν διδαχτήκαμε από το παραμύθι του Πινόκιο και τις ιστορίες του του Βαρόνου Μινχάουζεν; Ή μήπως οδηγούμαστε από < ανάγκη> και ποια μπορεί να είναι αυτή;
Νομίζω πως θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε δύο ομάδες ανθρώπων που ψεύδονται για διαφορετικούς λόγους.
Πρώτη κατηγορία
Η πρώτη αφορά άτομα που,παρότι ενήλικες ,δεν έχουν αρκετή αυτεπίγνωση ,αυτοεκτίμηση ή εμπιστοσύνη στις ικανότητες ,τις δυνάμεις ή τα προτερήματά τους. Αισθάνονται ελλιπείς ,ανεπαρκείς ,υποδεέστεροι σε σύγκριση με άλλους και προσπαθούν να καλύψουν αυτή την υποτιθέμενη κατωτερότητα με αληθοφανή ψέματα. Πιθανόν να νομίζουν πως θα είναι περισσότερο αρεστοί ,αγαπητοί ,αποδεκτοί αν παριστάνουν κάτι που δεν είναι. Πιο πλούσιοι ,πιο επιτυχημένοι ,πιο καλλιεργημένοι ,πιο έμπειροι.
Δεύτερη κατηγορία
Η δεύτερη ομάδα αφορά τους κυνικούς που χρησιμοποιούν συνειδητά το ψέμα για να πετύχουν κάποιον σπουδαίο γι’αυτούς σκοπό. Οι πολιτικοί την απόκτηση ψήφων, οι προικοθήρες έναν πλούσιο γαμπρό ή μια πλούσια νύφη, οι τυχοδιώκτες να μπουν σε ανώτερες κοινωνικές ομάδες για να πετύχουν ιδιοτελείς σκοπούς, οι καιροσκόποι για να συκοφαντήσουν έναν συνάδελφο ώστε να πάρουν την θέση το. Οι εκδικητικοί για να βλάψουν κάποιον που θεωρούν αντίπαλο κτλ
Η λαϊκή σοφία συνόψισε την κατάσταση σε μια παροιμιώδη φράση <Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια>.
Όντως ! Το να λέει κανείς ψέματα είναι μια πολύ δύσκολη ,πέρα από ψυχοφθόρα ,διαδικασία και απαιτεί ειδικές ικανότητες. Πρέπει να έχει εξαιρετική μνήμη ,να θυμάται τί είπε και σε ποιόν. Πρέπει να έχει ικανότητες ηθοποιού για να συμπεριφέρεται αναλόγως στις διαφορετικές περιπτώσεις. Προφανώς πρέπει να στερείται ηθικών αναστολών. Συνηθέστατα για να καλυφθεί το πρώτο ψέμα θα χρειαστεί να πει ένα δεύτερο ,μετά ένα τρίτο κτλ. Δεν είναι δύσκολο να χαθεί ο έλεγχος. Πάντα υπάρχει η πιθανότητα να προδοθεί από μια λεπτομέρεια ή από κάποιον που γνωρίζει το πραγματικό του πρόσωπο.
Και για να γυρίσουμε στον στοίχο που έγινε αφορμή για αυτό το κείμενο, το πρώτο πράγμα που χάνεται όταν αποκαλύπτονται τα ψέματα ,είναι η εμπιστοσύνη. Την εμπιστοσύνη που δεν είναι εύκολο να την κερδίσει κανείς ,πόσο μάλλον να την ξανά-κερδίσει. Ακόμα και οι φίλοι γίνονται πολύ επιφυλακτικοί .Κάθε κουβέντα αυτού που αποδείχτηκε ψεύτης 1-2 φορές ,θα τίθεται υπό αμφισβήτηση. Δύσκολα θα γίνεται πιστευτός ακόμη και όταν θα λέει την απόλυτη αλήθεια. Χάνεται η εκτίμηση ή η θέση που κέρδισε λέγοντας ψέματα. Έτσι όλο το οικοδόμημα που προσπάθησε να θεμελιώσει καταλήγει να γκρεμιστεί σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Θυμηθείτε την ιστορία με τον ψεύτη βοσκό
Μας την έχουν πει εκατό φορές όταν είμαστε παιδιά με την ελπίδα να μας διδάξουν δια του παραδείγματος: ¨Ένας νεαρός βοσκός διασκέδαζε πολύ με το να ανησυχεί τους συγχωριανούς του φωνάζοντας <Λύκος στα πρόβατα .Λύκος στα πρόβατα>.Όλο το χωριό έτρεχε να διώξει τον λύκο και να γλυτώσει το κοπάδι , για να διαπιστώνει στο τέλος ότι επρόκειτο για ψέμα που ο νεαρός το θεωρούσε <αστείο>.Μετά την 2η ,3η ,4η επανάληψη της <φάρσας>κανείς δεν πίστευε πλέον τις φωνές του βοσκού, ούτε καν όταν πραγματικά εμφανίστηκε λύκος που κατασπάραξε όλα τα πρόβατα.
Επειδή είναι κοινώς παραδεκτό πως τα ψέματα είναι κακό πράγμα ,αλλά ως άνθρωποι έχουμε και αδυναμίες ,μία φορά τον χρόνο ,την Πρωταπριλιά, δεν επιτρέπεται απλώς ,αλλά επιβάλλεται να πούμε κάποιο ψέμα ,όσο πιο πιστευτό τόσο το καλύτερο. Όμως αυτό ,ως έθιμο ,είναι σε κοινή γνώση ,άρα δεν καταλογίζεται ως κακοήθεια από κανένα.
Βέβαια ,οφείλουμε να ομολογήσουμε πως δεν έχουν όλα τα ψέματα την ίδια βαρύτητα ή το ίδιο αρνητικές συνέπειες. Άλλο να πει κανείς <πήγα διακοπές στις… Σεϋχέλλες > και άλλο να πει<είδα τον Γιώργο να κλέβει λεφτά από το πορτοφόλι του πατέρα του>.
Κατά συνθήκη ψεύδη
Τέλος ,ας μείνουμε λίγο σε αυτά που ονομάζουμε <κατά συνθήκη ψεύδη>.Τα συνειδητά ψεματάκια που λέγονται για καλό σκοπό. Γιατί θέλουμε να φτιάξουμε την διάθεση κάποιου ( <τί ωραία που σου πάει αυτό το φόρεμα>) ,γιατί θέλουμε να ενισχύσουμε την αυτοπεποίθηση του (<τί υπέροχα μάτια!>),γιατί θέλουμε να τον προτρέψουμε να προσπαθήσει (<δεν ξέρω άλλο παιδί εξυπνότερο από εσένα>) κτλ. Πηγαίνουμε να επισκεφτούμε έναν ασθενή και του λέμε με φυσικότητα <Μια χαρά δείχνεις. Μια, δυο μέρες και όλα θα περάσουν>,παρόλο που το πρώτο είναι εμφανές ψέμα και το δεύτερο εκφράζει απλώς μια ευχή .Όμως αυτό κάνουμε και αυτό πρέπει να κάνουμε εφ’όσον γνωρίζουμε πόσο σημαντική είναι η πίστη και η αισιοδοξία στην αντίδραση του οργανισμού απέναντι στην ασθένεια.
Μια παρατήρηση:
Τα παιδιά δεν κατανοούν τί είναι ή τί ακριβώς επιδιώκουμε με τα <κατά συνθήκη ψεύδη> .Μπερδεύονται .Δεν πρέπει ,επομένως ,να τα προτρέπουμε να πουν κάποιο ψέμα ,έστω και αν έχουμε καλές προθέσεις .π.χ <πες πόσο πολύ αγαπάς τον θείο (τον οποίο γνώρισε προ ολίγου)>,<πες στη γιαγιά ότι το φαγητό ήταν θαυμάσιο(παρόλο που σιχαίνεται τις μπάμιες>,<κάνε μια μεγάλη αγκαλίτσα τον ξαδερφούλη που είναι το καλύτερο παιδί του κόσμου(που πριν λίγο του έδωσε μία κλωτσιά)>
Αν μας ακούν να λέμε εμείς ψέματα ,δεν πρόκειται να μας ακούσουν όταν τα προτρέπουμε για το αντίθετο. <Αν χτυπήσει το τηλέφωνο πες ότι δεν είμαι εδώ>. <Παριστάνω ότι είμαι άρρωστη για να μην πάω στην δουλεία, αλλά αυτό θα μείνει μεταξύ μας>
Εν κατακλείδι ,η ζωή μας είναι πιο ειλικρινής ,πιο ουσιαστική ,πιο αληθινή και οπωσδήποτε ,πιο εύκολη ,χωρίς τα ψέματα. Το ίδιο και οι σχέσεις και οι συναναστροφές μας.
Η αλήθεια είναι πάντα η καλύτερη επιλογή.
Φιλαρέτη Καλομενίδου
Μία από εμάς