Στα εγχώρια τηλεοπτικά δρώμενα το πρόσωπο της σεζόν δεν είναι άλλο από τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη. Με τη σειρά Maestro να κερδίζει την αγάπη των Ελλήνων τηλεθεατών αλλά να τραβάει το ενδιαφέρον και σε διεθνές επίπεδο, αποτελώντας την πρώτη ελληνική σειρά η οποία πλέον βρίσκεται στο Netflix.
Το καίριο ερώτημα είναι, αξίζει όλος αυτός ο ντόρος γύρω από το πρόσωπο του Παπακαλιάτη και τον Maestro του;
Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η απάντηση είναι θετική. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης σαν άλλος Γούντι Άλεν (με τον συσχετισμό να έρχεται από τον παρόμοιο πολυπρόσωπο τρόπο δουλειάς που παράγει έργα άμεσα αναγνωρίσιμα του εκάστοτε δημιουργού. Αλλά και ορισμένες κοινές «εμμονές» γύρω από ερωτικά μπερδέματα ως κινητήρια σεναριακή δύναμη). Έχει και εδώ τον απόλυτο έλεγχο της δημιουργίας του αναλαμβάνοντας χρέη σεναριογράφου, σκηνοθέτη, ηθοποιού και μουσικού επιμελητή. Παραδίδοντας μια σειρά η οποία φέρει ξεκάθαρα την υπογραφή του. Μπορεί να έχει κατηγορηθεί από πολλούς για τις επιρροές τους, ακόμα και για αντιγραφές. Αλλά ο Παπακαλιάτη κάνει κάτι ξεχωριστό για τα ελληνικά δεδομένα. Καθώς αξιοποιεί όλες αυτές τις επιρροές, ξεκάθαρες και μη, για να τις φέρει στα πλαίσια μιας ελληνικής τηλεοπτικής σειράς δίνοντας έναν κινηματογραφικό αέρα. Ο οποίος είναι δυσεύρετος στην Ελλάδα, καταφέρνοντας να τις προσαρμόσει αρμονικά στην ελληνική κοινωνία.
Γιατί τελικά το Maestro είναι μία κοινωνικοπολιτική σειρά. Η οποία παίρνει αφορμή από τις χρόνιες παθογένειες της κοινωνίας μας, απογυμνώνοντάς τες με εντυπωσιακή ρεαλιστικότητα. Οικογενειακή βία, ρατσισμός, διαφθορά, όλα μπαίνουν στο κάδρο με μια σύνθετη αφηγηματική τεχνική που εναλλάσσεται μεταξύ των πρωταγωνιστών του. Αλλα καλύτερα δομημένα άλλα λίγο πιο «στερεότυπα», αλλά όλα με ευαισθησία, αγάπη και διάθεση (αυτό)κριτικής της κοινωνίας μας.
Και η βάση όλων αυτών δεν είναι άλλη από την αποδόμηση της «τέλειας» ελληνικής οικογένειας η οποία παραμένει (ακόμα) προσκολλημένη σε πατριαρχικά πρότυπα. Όσο και αν συχνά φοράει ένα πιο προοδευτικό προσωπείο. Και με τη χαρακτηριστική του σκηνοθετική ζωντάνια, με φυσικότατους διαλόγους και ρεαλιστικές σκηνές (με όλους τους ηθοποιούς να υπηρετούν ιδανικά το όραμα και τους χαρακτήρες), ρίχνει φως πίσω από κλειστές πόρτες και ξεσκεπάζει μια δημόσια εικόνα δήθεν λάμψης για να αναδείξει αυτά που κατά βάθος γνωρίζουμε ότι συμβαίνουν. Αλλά συχνά αρνούμαστε να τα παραδεχτούμε.
Σε τι υστερεί όμως η σειρά; Ή τι θα λέγαμε ότι λείπει;
Οι «εμμονές» όπως προαναφέραμε σίγουρα υπάρχουν, με τα ερωτικά μπερδέματα αυτή τη φορά να είναι πιο μετρημένα. Να δίνονται πιο ισορροπημένα και να μην αποτελούν αποκλειστικότητα όπως προηγούμενες δουλειές του. Αλλά από την άλλη επειδή η θεματική βεντάλια έχει ανοίξει πολύ, κάποια κομμάτια φαίνεται να παρουσιάζονται κάπως άνισα. Από αυτά τα πιο εμφανή έχουν να κάνουν με τα crime στοιχεία (διαφθορά, διακίνηση, λαθρεμπόριο) τα οποία δεν παίρνουν τον χρόνο που θα τους αναλογούσε για να αναλυθούν περαιτέρω και να ερμηνευτούν εις βάθος ώστε να αποκτήσει η σειρά έναν ακόμα πιο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και να ολοκληρωθεί θεματικά. Ίσως στη συνέχεια…
Κλείνοντας δεν πρέπει να παραλείψουμε το ρόλου του DJ από τον Παπακαλιάτη, όπου για άλλη μια φορά χρωματίζει με τις επιλογές του υπέροχα όλη τη σειρά. Από Queen μέχρι Σιδηρόπουλο, και από U2 μέχρι Κωνσταντίνο Βήτα, ο Παπακαλιάτης αναδεικνύει πόσο σπουδαίο ρόλο μπορεί να παίξει το soundtrack σε μια παραγωγή, καταλήγοντας να αποτελεί στοιχείο της πλοκής, εξυψώνοντας σκηνές και μεταδίδοντας συναισθήματα που καμία εικόνα ή λέξη δεν μπορεί με αυτόν τον μαγικό μουσικό τρόπο.
Πηγή: cineramen.gr
Δείτε επίσης: