Bρισκόμαστε στο 1969 και ο Indiana Jones (Harrison Ford) είναι έτοιμος να αποχωρήσει από την ενεργό δράση.
Έχοντας περάσει πάνω από μία δεκαετία διδάσκοντας στο Hunter College της Νέας Υόρκης, ο καταξιωμένος καθηγητής αρχαιολογίας ετοιμάζεται να αποσυρθεί στο ταπεινό και μοναχικό του διαμέρισμα. Όλα αλλάζουν με την απρόσμενη επίσκεψη της αποξενωμένης βαφτιστήρας του Helena Shaw (Phoebe Waller-Bridge), η οποία αναζητά ένα ανεκτίμητο αρχαίο εύρημα που είχε εμπιστευτεί ο πατέρας της στον Indy πριν χρόνια. Πρόκειται για τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων, έναν μηχανισμό του Αρχιμήδη που μπορεί να αλλάξει την ιστορία. Ως έμπειρη απατεώνισσα, η Helena κλέβει τον μηχανισμό και αποχωρεί γρήγορα από τη χώρα για να το πουλήσει σε όποιον προσφέρει τα περισσότερα χρήματα. Μην έχοντας άλλη επιλογή από το να την κυνηγήσει, ο Indy ξεκινάει μία τελευταία επική διαδρομή. Εντωμεταξύ, ο παλιός εχθρός του Indy, ο πρώην Ναζί Jürgen Voller (Mads Mikkelsen), έχει τα δικά του τρομαχτικά σχέδια για τον μηχανισμό με σκοπό να αλλάξει τη ροή της παγκόσμιας ιστορίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Indiana Jones παραμένει ένας από τους πιο αγαπημένους χαρακτήρες που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη: το Αμερικάνικο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο τον έχει κατατάξει ως τον δεύτερο μεγαλύτερο κινηματογραφικό ήρωα όλων των εποχών, μόνο ο Gregory Peck ως Atticus Finch στην ταινία «Σκιές και Σιωπή» (To Kill a Mockingbird) τον έχει ξεπεράσει. Κι όμως είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε ότι ο Indy θα είχε κατακτήσει αυτή τη θέση χωρίς τη συνεισφορά του Harrison Ford. Μια συνεισφορά – όπου μαζί με το έτερον ερμηνευτικό ήμισυ που ακούει στο όνομα Han Solo – που έγινε “σύμβολο” της ποπ-κουλτούρας των 80s … και όχι μόνο.
Από τη στιγμή που ο Indy εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, στην ταινία «Οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» (Raiders of the Lost Arc) του Steven Spielberg το 1981, ήταν προφανές ότι το ταίριασμα χαρακτήρα και πρωταγωνιστή ήταν τέλειο. Ο Ford ήταν αναμφισβήτητα χαρισματικός και γοητευτικός. Καθιέρωσε ένα λοξό μειδίαμα που εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή, ενώ σκαρφιζόταν φαινομενικά απίθανες αποδράσεις χάρη στην πολυμήχανη και ευρηματική του φύση ή και χάρη σε καθαρή τύχη.
Κάπως έτσι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου , και μετά απο Κιβωτούς , Βουντού , Δισκοπότηρα , εξωγήινους και φυσικά …. φίδια , έρχονται τα Αντικύθηρα , για ενα τελευταίο fortune & glory του αρχαιολόγου της καρδιάς μας. Σαφώς τσαλακωμένος , κουρασμένος και μόνος θα βρεί την δύναμη για ενα “last ride” , έναν αποχαιρετισμό στα όπλα – ή τα μαστίγια αν θέλετε – ώστε να “κρεμάσει” με περηφάνια το καπέλο του. Και μέσω της ταινίας του James Mangold (Logan, Ford vs. Ferrari , Copland) τα καταφέρνει … εν μέρει.
Με μια 25λεπτη σεκάνς δράσης , όπου συναντάμε τον Indy του τότε … τώρα … με την βοήθεια ενός ομολογουμένως πολύ καλού de-aging CGI (αλλά παράλληλα με εναν μικρό προβληματισμό για το που βαδίζει ο “ψηφιακός” κινηματογράφος) , ο Mangold μας “συστήνει” το plot της ταινίας. Με τον ίδιο να θέλει να “απογαλακτωθεί” απο την μεγάλη σκιά του Steven Spielberg , προσπαθεί να φέρει έναν αέρα ανανέωσης στο franchise. Φτιάχνει μια ταινία αναδρομής με περισσότερους από έναν τρόπους, φτιαγμένη τόσο στη σκιά του Spielberg όσο και ως φόρο τιμής στις pulp περιπέτειες που τα ξεκίνησαν όλα , αν και δεν ανταποκρίνεται σχεδόν καθόλου σε κανένα από τα δύο.
Έχει στιγμές ενθουσιασμού και νοσταλγίας, αλλά η ταινία αδυνατεί να συλλάβει τη μαγεία των προκατόχων της, αφήνοντας τον θεατή να λαχταρά για περισσότερα. Ο Indy , εδω , ξεκινά μια επικίνδυνη αναζήτηση για να αποκαλύψει ένα μυστηριώδες τεχνούργημα που λέγεται ότι διαθέτει ασύλληπτη δύναμη. Ωστόσο, η πλοκή στερείται βάθους και αποτυγχάνει να εμπλακεί σε ουσιαστικό επίπεδο. Η αφήγηση μερικές φορές αισθάνεται ασύνδετη, με υπανάπτυκτες υποπλοκές και χαμένες ευκαιρίες , ώστε να εξερευνήσει τη συναρπαστική μυθολογία που περιβάλλει το τεχνούργημα. Ίσως η μεγαλύτερη αποτυχία του Dial of Destiny είναι ότι το σενάριο των Mangold, Jez Butterworth, John-Henry Butterworth και David Koepp ξετυλίγεται τόσο γρήγορα , ώστε να υστερεί στην εξερεύνηση και της ανάπτυξης χαρακτήρων που έκαναν τις προηγούμενες ταινίες του Indy τόσο συναρπαστικές. Και , ναι , ο Mangold είναι εξαιρετικός σκηνοθέτης – μας το έχει αποδείξει μάλιστα αρκετές φορές. Τα “ρούχα” όμως του Indy , φαίνεται να του πέφτουν βαριά , με σεκάνς δράσης που αποτυγχάνουν να δημιουργήσουν το ίδιο επίπεδο ενθουσιασμού και δέους. Με την ταινία να “τρέχει” στα 154 λεπτά , και με τον ρυθμό να είναι ανομοιόμορφος , με σκηνές που τις αισθάνεσαι άσκοπα παρατεταμένες, η ταινία “οδηγείται” σε έλλειψη αφηγηματικής ορμής , και παράλληλα στερεί απο τον Mangold την ευκαιρία να κεφαλαιοποιήσει πλήρως τα μυθικά στοιχεία της ιστορίας, με αποτέλεσμα μια κινηματογραφικά “ακαδημαική” προσσέγιση/εκτέλεση. Κλείνοντας με τα τεχνικά , η φώτο του Φαίδων Παπαμιχαήλ είναι οπτικά πολύ ελκυστική, και κοντά στο χαρακτηριστικό στυλ και την οπτική αφήγηση που έκαναν τις προηγούμενες ταινίες τόσο αξέχαστες. Φυσικά δεν υπάρχει Indy , χωρίς την μουσική του τεράστιου John Williams , όπου ΚΑΙ εδω είναι ολη η ταινία. Για τον Ford τα είπαμε , αλλά τώρα στα 80 του θα τα ξαναπούμε … κανείς δεν είναι σαν αυτόν. Ό,τι κάνει είναι κομμάτι της ταυτότητάς του – είναι ο Indiana Jones – και το κάνει καλά.
Το Indiana Jones and the Dial of Destiny προσφέρει μια αθώα προσθήκη στο αγαπημένο franchise (σαφώς upgrade απο το Crystal Skull). Ενώ προσπαθεί να συλλάβει το πνεύμα των προηγούμενων ταινιών , αποτυγχάνει να παραδώσει μια πραγματικά συναρπαστική και συνεκτική ιστορία, παρά τις αξιοσημείωτες στιγμές και τα νοσταλγικά της στοιχεία. Ίσως το πιο απογοητευτικό πράγμα για το Dial of Destiny είναι το πόσο κοντά έρχεται στο να γίνει μια πραγματικά εξαιρετική ταινία. Αλλά ας μου επιτραπεί η κλισέ ατάκα … το μεν κινηματογραφικό πνεύμα πρόθυμον η δε εκτέλεση ασθενής.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: ★★✬☆☆
Πηγή: cineramen.gr