Καθημερινά υπάρχουν περιστατικά.
Με αφορμή τον ξυλοδαρμό της 14χρονης στην Γλυφάδα, μιλήσαμε με την Ψυχολόγο – Ψυχοθεραπεύτρια, Ελπίδα Παναγιωτουνάκου, προκειμένου να καταλάβουμε περισσότερο τους λόγους που τα παιδιά είναι πλέον πιο βίαια
Μία 14χρονη μαθήτρια στη Γλυφάδα, έπεσε θύμα άγριου ξυλοδαρμού από άλλες συμμαθήτριές της, που της είχαν στήσει ενέδρα. Αυτό δεν είναι μοναδικό, δεν είναι ούτε το τελευταίο, περιστατικό βίας μεταξύ ανηλίκων, που έχουμε γίνει μάρτυρες. Την ίδια κιόλας μέρα, δύο κοπέλες στα Χανιά, πιάστηκαν στα χέρια έξω από το σχολείο, με τους υπόλοιπους μαθητές να παρακολουθούν γελώντας. Και στις δύο περιπτώσεις ένας ενήλικας παρενέβη και αποφεύχθηκαν τα χειρότερα.
Αν ανατρέξουμε πιο πίσω, θα συναντήσουμε πολλά παρόμοια περιστατικά άγριου ξυλοδαρμού ανήλικων παιδιών, από συνομήλικους τους. Ακόμα και χωρίς να γνωρίζουμε τα ακριβή στατιστικά στοιχεία, μπορούμε να αντιληφθούμε πως η βία ανηλίκων παρουσιάζει αυξητική πορεία.
Όμως για να μιλάμε και με νούμερα, το πρώτο οκτάμηνο του 2024, τα περιστατικά εγκληματικότητας ανηλίκων σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, έχουν καταγράψει αύξηση της τάξεως του 47%. Επιπροσθέτως, τα περιστατικά που αφορούν την σωματική βία μεταξύ ανηλίκων, έχει αυξηθεί κατά 73%.
Δεν χρειάζεται να πούμε κάτι παραπάνω για το πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Αυτό που χρειάζεται, είναι να διεισδύσουμε περισσότερο στο γιατί η σωματική βία μεταξύ ανηλίκων έχει αυξηθεί. Ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που επηρεάζουν τα παιδιά και γίνονται πιο επιθετικά; Όπως, και γιατί παρατηρείται αύξηση στη βία μεταξύ κοριτσιών;
Σε αυτά τα ερωτήματα μάς απάντησε η Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, Ελπίδα Παναγιωτουνάκου, η οποία εξήγησε πως «οι κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές, η πανδημία, η αύξηση κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ, η παρακολούθηση βίαιων προτύπων στο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και η γενικότερη κρίση των αξιών εντείνουν το πρόβλημα» καθώς και πως «οι σημερινοί έφηβοι έχουν γίνει μάρτυρες της ανασφάλειας που προκάλεσαν οι αλλεπάλληλες κρίσεις που έχει βιώσει οι χώρα μας την τελευταία δεκαετία και ως εκ τούτου ζουν διαρκώς υπό την σκιάν μιας επικείμενης απειλής. Η απειλή υποδηλώνει κίνδυνο, ο κίνδυνος επιφέρει άγχος, ενώ γρήγορα το άγχος παραχωρεί τη θέση του στο φόβο. Ο φοβισμένος άνθρωπος προκειμένου να προστατέψει τον εαυτό του, θα γίνει βίαιος και επιθετικός».
- Η αύξηση της βίας στα ανήλικα κορίτσια
Αυτό που πλέον παρατηρούμε, είναι πως τα περιστατικά βίας στα ανήλικα κορίτσια είναι όλο και περισσότερα, πράγμα που γεννά έκπληξη και απορία. Πώς ξαφνικά τα κορίτσια έφτασαν στο σημείο να χτυπούν το ένα το άλλο; Σε αυτήν την περίπτωση, έχουν πολύ ενδιαφέρον τα όσα είπε η κ. Παναγιωτουνάκου, η οποία τόνισε πως τα αίτια για την εμπλοκή των κοριτσιών σε βίαια περιστατικά μπορούν να εξηγηθούν από έναν συνδυασμό κοινωνικών, ψυχολογικών και πολιτισμικών παραγόντων.
Πιο αναλυτικά, «οι αλλαγές στα κοινωνικά πρότυπα και η μεγαλύτερη ισότητα των φύλων, έχουν οδηγήσει σε αναθεώρηση του “παραδοσιακού” ρόλου των κοριτσιών, αλλά και σε εξιδανίκευση του “σκληρού προφίλ”. Ορισμένα κορίτσια, δηλαδή, χρησιμοποιούν τη βία προκειμένου να αποδείξουν τη δύναμή τους ή να αποκτήσουν ισχύ, κάτι που παραδοσιακά συνδεόταν με τα αγόρια».
Το γεγονός, επίσης, πως τα κορίτσια ασχολούνται σχεδόν το ίδιο (όπως τα αγόρια) με τα βιντεοπαιχνίδια, όσο και με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυτόματα σημαίνει πως «επηρεάζονται εξίσου από εικόνες και μηνύματα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, στα οποία η βία κάποιες φορές παρουσιάζεται ως μια “εντυπωσιακή” ή “δυναμική” συμπεριφορά. Τις περισσότερες φορές τα κορίτσια εκδηλώνουν την επιθετικότητά τους έμμεσα, κυρίως διαδίδοντας συκοφαντίες για συμμαθήτριές τους, αποκλείοντάς τες από την κοινωνική ζωή του σχολείου ή προβαίνοντας σε πράξεις διαδικτυακού εκφοβισμού. Ωστόσο, τα κορίτσια «θύματα», μπορεί τελικά να καταφύγουν στη βία προκειμένου να αντιδράσουν στον εκφοβισμό που υφίστανται και να αποκαταστήσουν την κοινωνική τους θέση, βγάζοντας από μέσα τους το θυμό που έχει συσσωρευτεί με την πάροδο του χρόνου».
Δηλαδή, τα «κορίτσια μπορεί να εμπλακούν σε βίαιες και επιθετικές συμπεριφορές προκειμένου να επιβληθούν, να θεωρηθούν ανώτερες και τελικά να ενταχθούν σε κάποια ομάδα ή να διατηρήσουν το “κύρος” τους ανάμεσα στους συνομηλίκους».
Πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν και οι ψυχολογικοί και συναισθηματικοί παράγοντες, «όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η κατάθλιψη, το άγχος και ο θυμός μπορεί να βρουν τρόπο έκφρασης μέσα από βίαιες πράξεις και συμπεριφορές. Η αδυναμία, δηλαδή, διαχείρισης έντονων συναισθημάτων μπορεί να οδηγήσει σε σωματική ή λεκτική επιθετικότητα, ειδικά όταν τα κορίτσια αισθάνονται ότι δεν έχουν άλλους τρόπους να εκφράσουν τον πόνο ή την απογοήτευσή τους».
- Η πανδημία και ο ρόλος των social media
Σε μια πιο συνολική εικόνα για την βία ανηλίκων, παρατηρείται αύξηση και μετά την πανδημία, της οποίας οι συνέπειες ήταν αναμενόμενο να βγουν στην επιφάνεια δύο με τρία χρόνια αργότερα. Όπως υπογράμμισε η κ. Παναγιωτουνάκου «κατά τη διάρκεια της πανδημίας πολλές δραστηριότητες που βοηθούσαν τους ανηλίκους να κοινωνικοποιηθούν ακυρώθηκαν, με αποτέλεσμα τη φτωχή καλλιέργεια των κοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών. Με την επιστροφή στην κανονικότητα, η αδυναμία αποτελεσματικής διαχείρισης των σχέσεων με τους άλλους οδήγησε σε αυξημένα περιστατικά συγκρούσεων και βίας. Επιπρόσθετα, η διαρκής αβεβαιότητα για το μέλλον και την εξέλιξη της νόσου, ενίσχυσαν το άγχος και την κατάθλιψη σε πολλούς εφήβους, οδηγώντας σε εκρήξεις θυμού και βίαιη συμπεριφορά. Από την πανδημία και έπειτα ο χρόνος έκθεσης των παιδιών και των νεαρών εφήβων στο διαδίκτυο έχει αυξηθεί δραματικά, με αποτέλεσμα την έκθεσή τους στον Διαδικτυακό Εκφοβισμό, ο οποίος έχει μεταφέρει τη βία στο φυσικό κόσμο, εφ’ όσον τα παιδιά πλέον συναντιούνται δια ζώσης».
Σχετικά με τα social media και το πώς η χρήση τους επηρεάζει τα παιδιά, η κ. Παναγιωτουνάκου δήλωσε πως «τα σημερινά παιδιά περνούν υπερβολικά πολύ χρόνο στα κοινωνικά δίκτυα και στις διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες χαρακτηριστικό των οποίων είναι η έκθεση σε βίαιο και προκλητικό περιεχόμενο. Έλλειψη οριοθέτησης παρατηρείται και ως προς τις ώρες ενασχόλησης με διάφορα βιντεοπαιχνίδια, τα οποία με τη σειρά τους προάγουν τη βία και την επιθετικότητα, ως μέσο επιτυχίας και αποδοχής από τους συνομηλίκους.Η έκθεση σε βίαιο περιεχόμενο, μπορεί να προκαλέσει μιμητικές συμπεριφορές, ειδικά αν τα παιδιά δεν έχουν σαφή όρια για το τι είναι αποδεκτό, καθώς η επιθετική συμπεριφορά εξιδανικεύεται και απενοχοποιείται. Ταυτόχρονα, το άγχος για το εάν το παιδί θα λάβει πολλά «likes», το οδηγεί στο να υιοθετεί προκλητικές συμπεριφορές που θα τραβήξουν την προσοχή των συνομηλίκων και θα λειτουργήσουν ως ένδειξη επιβολής και δύναμης. Η χρήση του κινητού καταλήγει αυτοσκοπός, αποκόπτοντας το παιδί από την πραγματική ζωή, γεγονός που δεν του αφήνει περιθώρια να καλλιεργήσει αρετές όπως η ευαισθησία, η ενσυναίσθηση και το αίσθημα αλληλοϋποστήριξης».
- Ποιος ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου
Πρωτίστως η συμπεριφορά των παιδιών επηρεάζεται από την οικογένεια και το σχολείο. Αν σε ένα σπίτι επικρατούν φωνές, καυγάδες και κακοποιήσεις, τότε είναι δεδομένο πως το παιδί θα μιμηθεί αυτές τις συμπεριφορές. Όμως το ζήτημα είναι πιο σύνθετο. Όπως εξήγησε η κ. Παναγιωτουνάκου, «ο σύγχρονος τρόπος ζωής, οι οικονομικές δυσκολίες και η αβεβαιότητα που επικρατούν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας είχαν ως αποτέλεσμα οι γονείς να δουλεύουν πολλές ώρες και τα παιδιά να μένουν μόνα τους. Όταν τα παιδιά μεγαλώνουν σε οικογένειες όπου δεν υπάρχει συναισθηματική υποστήριξη ή βιώνουν παραμέληση, μπορεί να αναπτύξουν βίαιες συμπεριφορές.
Αντίστροφα, η ενοχή των γονέων από την έλλειψη χρόνου ενασχόλησης με τα παιδιά τους, έχει οδηγήσει στην άμεση ικανοποίηση κάθε ανάγκης τους, κυρίως υλικής φύσης, στη μηδαμινή ανοχή στη ματαίωση, καθώς και στην έλλειψη επαρκούς οριοθέτησης. Ως αποτέλεσμα, τα παιδιά ενθουσιάζονται δύσκολα, γίνονται απαθή, εγωκεντρικά, αλλά και χειριστικά, καθώς μαθαίνουν να αποκτούν αυτό που θέλουν μέσα από την αντιδραστική συμπεριφορά, τι φωνές και τον εκβιασμό».
Όσον αφορά το σχολείο, τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. «Η απουσία κατάλληλων προγραμμάτων πρόληψης της βίας μπορεί να αφήνουν τους ανήλικους χωρίς υποστήριξη σε κρίσιμες καταστάσεις, ενώ και η απουσία υγειών προτύπων και εκπαιδευτικών – μεντόρων, τα παιδιά που είναι πιο ανασφαλή, δυσκολεύονται να συνδεθούν με θετικούς συνομηλίκους ή που βιώνουν απόρριψη από την οικογένεια, γίνονται πιο επιρρεπή στην πίεση που ασκείται από την ομάδα των συνομηλίκων για συμμετοχή σε βίαιες ενέργειες, προκειμένου να γίνουν αποδεκτά και να ανήκουν στην ομάδα».
πηγή:https://jenny.gr