Η Andrea Ashworth είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας
Έχει να επιδείξει αξιοζήλευτες σπουδές στο Xaverian College στο Μάντσεστερ και στο Hertford College της Οξφόρδης, όπου ήταν υπότροφος. Αργότερα έγινε Junior Research Fellow του Jesus College επίσης της Οξφόρδης. Γνωρίζοντάς την κάποιος σήμερα είναι αδύνατον να φανταστεί το τραγικό της παρελθόν.
Η Andrea γεννήθηκε στο Μάντσεστερ της Αγγλίας το 1969. Ο πατέρας της στον οποίο είχε τεράστια αδυναμία, ήταν ζωγράφος και διακοσμητής, η μητέρα της νοικοκυρά. Η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη. Παρόλη την εμφανή της φτώχια, περιέβαλλε την Andrea και την μικρότερη αδελφή της Lorie με αγάπη, φροντίδα και στοργή. Όμως ένα τραγικό γεγονός έφερε τα επάνω -κάτω στη ζωή τους. Όταν η Andrea ήταν 5 ετών, ο πατέρας της πέθανε σε ένα φρικτό ατύχημα. Η αδερφή της ήταν 3 ετών και η μητέρα της, Lorraine, μόλις 25. Οι τρεις τους βρέθηκαν από την μία στιγμή στην άλλη χωρίς τίποτε άλλο παρά ένα <ταρατσόσπιτο>, 2 δωμάτια σε μία ταράτσα ,που αγόρασαν από τα χρήματα της ασφάλειας ζωής του πατέρα. Η νεαρή μητέρα βρέθηκε σε αδιέξοδο.
Θα είχε καταρρεύσει πριν κλείσει τα 30 της χρόνια.
Χωρίς την παραμικρή βοήθεια από πουθενά έπρεπε να βρει οπωσδήποτε οποιαδήποτε δουλειά. Όμως χωρίς προσόντα και με δύο μικρά παιδιά ήταν πολύ δύσκολο. Παράλληλα με το δυσβάστακτο πένθος πέρασαν φτώχεια και πείνα που δύσκολα περιγράφεται. Η Lorraine γρήγορα βρέθηκε στα νύχια της κατάθλιψης. Ενώ αν δεν είχε την ευθύνη των παιδιών της θα είχε καταρρεύσει πριν κλείσει τα 30 της χρόνια.
Ένας νέος άντρας εμφανίζεται στην ζωή τους. Η Lorraine τον παντρεύεται αρχίζοντας να ελπίζει πως ίσως τα βάσανα τους έφτασαν στο τέλος τους. Διαψεύστηκε οικτρά. Ο καινούργιος σύζυγος αποδείχτηκε ζηλιάρης, καταπιεστικός και βίαιος τόσο με την γυναίκα του όσο και με τα παιδιά. Σύντομα ήλθε στον κόσμο και ένα τρίτο κοριτσάκι αλλά ούτε και αυτό φαίνεται πως γεύτηκε την πατρική στοργή.
Η βαναυσότητα οδήγησε σε διαζύγιο που το ακολούθησε ένας νέος γάμος. Ο οποίος αναζωογόνησε τις ελπίδες των κοριτσιών για μια ήσυχη ζωή. Όμως ούτε τώρα τα πράγματα ήταν καλύτερα. Ένας νέος κύκλος βίας ξεκίνησε και ο τρόμος έγινε μόνιμος συνοδός της ταλαίπωρης γυναίκας και των παιδιών της.
Η Andrea πέρασε μια φρικτή παιδική ηλικία που της άφησε πολλά ψυχολογικά τραύματα
Φόβο για τους ανθρώπους, οργή, απαισιοδοξία και θλίψη, μια πικρή αίσθηση αδικίας, κλειστό και μελαγχολικό χαρακτήρα. Ξέφυγε μόνο όταν το έσκασε από το σπίτι για να σπουδάσει Αγγλική φιλολογία με υποτροφία ,χρήματα δεν υπήρχαν , και να αποφοιτήσει με άριστα από το απαιτητικό πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έκανε μεταπτυχιακό στην αγγλική λογοτεχνία στην Οξφόρδη και έλαβε υποτροφίες από το Πανεπιστήμιο Γέιλ και από το Πανεπιστήμιο Πρίνστον.
Όταν πολύ αργότερα ρωτήθηκε από δημοσιογράφο πως ανταπεξήλθε στις τόσες δυσκολίες των σπουδών και της δουλειάς της, απάντησε:
<Οι δύο πατριοί μου ξυλοκόπησαν τη μητέρα έως ότου τα νιάτα και η ομορφιά της πεθάναν μέσα σε μαύρα υπνοδωμάτια. Χρόνια συζυγικών καβγάδων και βίας μας άφησαν (εννοεί τις 3 αδελφές) με έναν τρόμο για το σπίτι αλλά ένα ταλέντο να διαπρέπουμε σε κάθε άλλη πτυχή της ζωής μας. Ο φόβος μου για το σπίτι μας έκανε όλα τα άλλα ένα αεράκι>.
Το 1998 δημοσιεύτηκε το πρώτο της βιβλίο της με τίτλο <Once in a House on Fire>
(μια φορά σε ένα σπίτι παραδομένο στις φλόγες), όπου αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της και την δραματική παιδική της ηλικία. Το βιβλίο έκανε μεγάλη εντύπωση, δέχτηκε εγκωμιαστικές κριτικές ,βραβεύτηκε, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, έχει κάνει πολλές επανεκδώσεις και έχει ενσωματωθεί στα προγράμματα σπουδών σχολείων και πανεπιστημίων σε όλο τον κόσμο. Η Blake Morrison της εφημερίδας Independent, γράφει:
<Η Ashworth ξέφυγε από τη φωτιά για να γράψει ένα αξιόλογο βιβλίο. Αφηγείται την αληθινή ιστορία τριών αδερφών και της μητέρας τους, μιας δεμένης και στοργικής οικογένειας που αναγκάζεται να παλέψει με τη φτώχεια, την κακοποίηση και τις επιπτώσεις της κατάθλιψης. Απευθύνεται σε ένα ενήλικο αναγνωστικό κοινό που καλείται να δει μέσα από το γεμάτο ενέργεια, εξυπνάδα ορθάνοιχτο βλέμμα ενός παιδιού.>
Η κριτικός Μάργκαρετ Φόστερ, που πρώτη είχε προτείνει ότι θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό το διάβασμα του βιβλίου σε όλα τα σχολεία της πόλης, γράφει:
Το “Once in a House on Fire” διαβάζεται σαν αληθινό ντοκιμαντέρ εγκλήματος
Ισχυρό, συναρπαστικό και τρομακτικά αληθινό. Το να ακούς την Ashworth να αφηγείται τις φρίκες της παιδικής της ηλικίας φαίνεται το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Δεν είναι ούτε αλαζονική για τα επιτεύγματά της ούτε λυπάται τον εαυτό της όταν περιγράφει τις ώρες που περνούσε στο κρεβάτι της μητέρας της όταν εκείνη ήταν πολύ «κουρασμένη» για να σηκωθεί και να φτιάξει το τσάι των παιδιών. Ούτε φωνάζει για συμπάθεια όταν ο ακροατής μαθαίνει πώς σιδέρωσε τη βρώμικη σχολική της στολή για να την κάνει να δείχνει σεβαστή. Η πλούσια χρήση των επιθέτων της φέρνει φως στο σκοτεινό τοπίο του Μάντσεστερ τη δεκαετία του εβδομήντα («μια πέτρινη σειρά από καμινάδες που βυθίζονται, δίπλα στις γιγάντιες βιομηχανικές καμινάδες που ξεσηκώνονταν σαν βασιλιάδες και βασίλισσες σε μια σκακιέρα») και χιούμορ σε μια κατά τα άλλα θλιβερό παραμύθι.
Η ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος δεν σταματά ποτέ να με εκπλήσσει και αυτό το αξιοσημείωτο κομμάτι γραφής γιορτάζει την ικανότητά μας να επιβιώσουμε όταν ο πειρασμός να υποχωρήσουμε, να τα παρατήσουμε, είναι συντριπτικός.>
Η Αντρέα έγραψε ένα κείμενο στην εφημερίδα Γκάρντιαν με τίτλο < ‘Όταν Ήμουν Μικρό Κορίτσι > . Αντιγράφω μερικά αποσπάσματα :
<Όταν ήμουν μικρό κορίτσι, η μητέρα μου φορούσε γυαλιά ηλίου τον περισσότερο καιρό – ακόμακι όταν έβρεχε. Πίσω από τα γυαλιά το δέρμα της θα ήταν πρησμένο και μερικές φορές κομμένο.
Ο πατέρας μου πνίγηκε όταν ήμουν πέντε χρονών και η μικρή μου αδελφή τριών. Μια φωτογραφία μου, πλαισιωμένη σε χρυσό πλαστικό, βγήκε από την τσέπη του και επέστρεψε στη μητέρα μου με ένα μουσκεμένο πορτοφόλι και ένα μάτσο κλειδιά. Τα κλειδιά ήταν στο νέο μας σπίτι στην ταράτσα, το οποίο τώρα πληρώθηκε με την ασφάλεια ζωής του.
Η μητέρα μου παντρεύτηκε έναν καινούργιο άντρα με τον οποίο έκανε ένα μωρό και από εκείνη τη στιγμή ζήσαμε σ’ έναν τρομακτικό, ανατριχιαστικό κόσμο. Ο θετός μου πατέρας μας χτυπούσε, στο κεφάλι και στο πρόσωπο, για οποιονδήποτε λόγο ή για κανένα απολύτως λόγο: μια σταγόνα χυμένο νερό, μια κάλτσα που δεν ήταν στη θέση της, ακόμη και το να δει την αδελφή μου ή εμένα να διαβάζουμε ένα βιβλίο.
Περιστασιακά, όταν ήταν ιδιαίτερα απρόσεκτος έφτανα να πάθω διάσειση. Αν η μητέρα μου έκλαιγε ή προσπαθούσε να σταματήσει τον πατριό μας, στρεφόταν εναντίον της. Τον βλέπαμε τακτικά να πνίγει τη μητέρα μας, να τη χτυπά στο πρόσωπο, να την πετάει στον τοίχο ή στο πάτωμα και να την απειλεί με βραστό νερό ή μαχαίρια. Μετά από κάθε έκρηξη, ο πατριός μου τοποθετούσε το χέρι του πάνω στο πρόσωπό μου ώσπου με φίμωνε. Μου ψιθύριζε αχρείες, γλαφυρές απειλές λέγοντάς μου τι θα έκανε αν εγώ, το μεγαλύτερο παιδί, άνοιγα ποτέ το στόμα μου για να μιλήσω. Με τρομοκρατούσε να μην εκμυστηρεύομαι ούτε στην ίδια μου τη μητέρα τις προσωπικές του επιθέσεις εις βάρος μου.
Ποτέ δεν φαντάστηκα ότιθα πω στον κόσμο τι συνέβαινε πίσω από τις πράσινες ριγωτές κουρτίνες μας.
Στο δημοτικό το παρατσούκλι μου ήταν γελαστούλα…
Γιατί δεν είπα ποτέ λέξη; Πρώτον, αν και η αδελφή μου κι εγώ ζούσαμε υπό καθημερινή τρομοκρατία, ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσαμε ή θα έπρεπε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό. Τα παιδιά μπορεί να είναι υπέροχα, αλλά και επικίνδυνα ελαστικά, προσαρμοζόμενα στην αντιξοότητα, και μεγαλώνοντας να τη θεωρούν φυσιολογική.
Χάρη στο παθιασμένο έργο φιλανθρωπικών οργανώσεων όπως το NSPCC, χάρη στο χαιρετιστήριο πέρασμα από τους προβολείς των μέσων μαζικής ενημέρωσης, χάρη στις προσπάθειές μας να κοιτάξουμε και να κατανοήσουμε τον εαυτό μας ως κοινωνία, ιστορίες όπως η δική μου δεν καταπνίγονται πλέον τόσο ντροπιαστικά. Οικογένειες δεν χρειάζεται να κακοφορμίζουν στα κρυφά. Το σπάσιμο της σιωπής είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα για να σπάσει ο κύκλος στον οποίο ζήσαμε πολύ σιωπηλά, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.’>
Ως κριτικός, συγγραφέας και εκπρόσωπος για τη σημασία του εγγραμματισμού και της εκπαίδευσης των παιδιών συνεχίζει να προωθεί ενεργά τη μόρφωση ενάντια στη φτώχεια και την οικογενειακή βία και είναι πρέσβειρα του οργανισμού W4.org που επενδύει στο δυναμικό των κοριτσιών και των γυναικών. Έχει συμμετάσχει σε πολλά ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα παγκοσμίως και έχει δώσει εκατοντάδες διαλέξεις .
Σήμερα ζει στο ΛοςΆντζελες με τον σύζυγό της και τα δύο της παιδιά και εργάζεται πάνω σε ένα νέο μυθιστόρημα.
Ας κλείσουμε με τα λόγια της που είναι συγχρόνως διακήρυξη και κάλεσμα για δράση:
“Μαζί μπορούμε και πρέπει να σταματήσουμε την παγκόσμια πανδημία βίας κατά των γυναικών. Ας αναλάβουμε όλοι δράση για να προστατέψουμε τα κορίτσια και τις γυναίκες και να υποστηρίξουμε όσους επιζούν της έμφυλης βίας.”
Φιλαρέτη Καλομενίδου, Εκπαιδευτικός